ξανθός

ξανθός
I
Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά την ήττα του Κροίσου (546 π.Χ.). Βάδισε εναντίον της Ξ. και οι Λύκιοι, αναγκασμένοι να περιοριστούν μέσα στα τείχη της, συγκέντρωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους θησαυρούς και τους δούλους τους μέσα στην ακρόπολη και την έκαψαν. Έπειτα όρμησαν εναντίον του εχθρού και πέθαναν χωρίς να γλιτώσει ούτε ένας. Ωστόσο, το 480 π.Χ. η Ξ. ήταν και πάλι πρωτεύουσα της Λυκίας, γιατί το εφεδρικό σώμα των Λυκίων που πήρε μέρος μαζί με τον Περσικό στόλο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας είχε αρχηγό τον Κυβέρνη, που είναι γνωστό από νομίσματα και επιγραφές ότι κυβερνούσε την Ξ. Ηρωική ήταν, επίσης, η άμυνα που πρόβαλε η Ξ. το 42 π.Χ., όταν πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους.
Ανάμεσα στα πιο αξιόλογα μνημεία της Ξ. είναι ο περίφημος επιτάφιος πύργος των Αρπυιών, έργο του 6ου π.Χ. αι., καθώς και μία μεγάλη σαρκοφάγος πάνω σε βάθρο. Υπάρχει ένα καλοδιατηρημένο θέατρο, που είχε άλλοτε στην πρόσοψη του την περίφημη Στήλη της Ξάνθου με επιγραφές και στις τέσσερις πλευρές της, στην ελληνική γλώσσα και στη γλώσσα της Λυκίας. Πολλά γλυπτά από την Ξ. φιλοξενούνται τώρα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Παράσταση προσφοράς σε δύο θεότητες, από τη δυτική ζωφόρο του λεγόμενου «Μνημείου των Aρπυιών», από τα αξιολογότερα της αρχαίας πόλης της Ξάνθου, της Λυκίας (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο) .
II
Ονομασία τριών ποταμών της αρχαιότητας.
1. Ποταμός της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας, γνωστός και με την ονομασία Σκάμανδρος. Πήγαζε από το όρος της Ίδης και αφού διέσχιζε την πεδιάδα της Τροίας, ενωνόταν με τον Σιμόεντα ποταμό και τελικά εξέβαλλε στον Ελλήσποντο. Η ονομασία του ποταμού αυτού, που αναφέρεται και στην Ιλιάδα του Όμηρου, οφειλόταν στο κίτρινο χρώμα των νερών του, για τα οποία επικρατούσε η αντίληψη ότι είχαν την ιδιότητα να μεταβάλλουν σε ξανθά τα μαλλιά των γυναικών που λούζονταν σε αυτά. Κατά την παράδοση, οι νέες την προηγούμενη ημέρα του γάμου τους, λούζονταν στον ποταμό αυτό και του αφιέρωναν την παρθενιά τους.
2. Ο μεγαλύτερος ποταμός της Λυκίας, της Μικράς Ασίας. Πήγαζε από το όρος Ταύρος, στα σύνορα της Πισιδίας και της Λυκίας και, αφού διέσχιζε την ανοιχτή πεδιάδα τη λεγόμενη Ξάνθιον πεδίον, που βρισκόταν μεταξύ των βουνών Κράγου και Μασσικύτου, εξέβαλλε στη Μεσόγειο θάλασσα, μεταξύ των Πυδνών και Πατάρων. Σύμφωνα με μία εκδοχή της μυθολογίας, η Λητώ, γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη στην πεδιάδα του Ξ. Σήμερα ο ποταμός αυτός ονομάζεται Εσέν Τσάι.
3. Μικρός ποταμός στη Χαονία της Ηπείρου, που ονομάστηκε έτσι από τον γιο του Πρίαμου Έλενο. Ο Έλενος πήγε στην Ήπειρο, όπου μάλιστα έγινε και βασιλιάς της.
III
Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων.
1. Ένα από τα δύο αθάνατα άλογα του Αχιλλέα, παιδιά του Ζέφυρου και της Άρπυιας Ποδάργης. Η Ήρα είχε δώσει στον Ξ. ανθρώπινη φωνή για να προείπει τον θάνατο του Αχιλλέα.
2. Ο τελευταίος βασιλιάς της Θήβας της Βοιωτίας (περ. 1100 π.Χ.). ο Ξ., για να αποφύγει μια γενικότερη σύρραξη ανάμεσα στους Αθηναίους και στους Θηβαίους, πρότεινε να μονομαχήσει με τον βασιλιά της Μεσσήνης, Μέλανθο, πατέρα του μυθικού βασιλιά της Αθήνας, Κόδρου, με αποτέλεσμα να σκοτώσει ο Μέλανθος τον Ξ.
3. Γιος του βασιλιά των Πελασγών του ‘Aργους, Τριόπα, που είχε αποικήσει τη Λέσβο και την είχε ονομάσει Πελασγία.
4. Ένας από τους πενήντα γιους του Αιγύπτου.
5. Γιος του Ερύμανθου και πατέρας της Ψωφίδας που είχε ιδρύσει την ομώνυμη πόλη.
6. Γιος του Φαίνοπα της Αβύδου. Τον σκότωσε ο Διομήδης μαζί με τον αδελφό του θόωνα.
IV
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Έλληνας λυρικός ποιητής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σικελία. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν. Αναφέρεται από τον Στησίχορο.
2. Ιστορικός από τη Λυδία (5ος αι. π.Χ.). Γεννήθηκε στις Σάρδεις και ήταν μεγαλύτερος από τον Ηρόδοτο. Ήταν γιος του βασιλιά των Λυδών, Κανδαύλη. Έγραψε μια ιστορία της Λυδίας, τα Λυδιακά, από την οποία έχουν σωθεί μερικά αποσπάσματα. Έχει γράψει επίσης τα Μαγικά και έναν Βίο Εμπεδοκλέους. Ο Ξ. παραθέτει μυθολογικές παραδόσεις και περιγράφει τα ήθη και έθιμα της εποχής του. Είχε ασχοληθεί και με διάφορα γεωλογικά και βοτανικά προβλήματα.
* * *
-ή, -ό, θηλ. και ξανθιά και ξαθός, -ιά, -ό (ΑΜ ξανθός, -ή, -όν)
1. (συνήθως για τα μαλλιά και, γενικά, τις τρίχες) αυτός που έχει χρώμα χρυσαφί, κάπως βαθύτερο από το χρώμα τών ώριμων σταχιών και πολύ ανοιχτότερο από το καστανό, κιτρινωπός (α. «λαμπρόν τε ἐρυθρῷ λευκῷ τε μειγνύμενον, ξανθὸν γέγονε», Πλάτ.
β. «ἔστι δὲ τὸ ξανθὸν ἐν τῇ ἴριδι χρῶμα μεταξὺ τοῡ τε φοινικοῡ καὶ πρασίνου χρώματος», Αριστοτ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαλλιά που χρυσίζουν, ξανθομάλλης
3. αυτός που έχει ανοιχτό χρώμα δέρματος
4. (για πράγματα) χρυσοκίτρινος («ξανθὸν μέλι», Πλούτ.)
5. το ουδ. ως ουσ. το ξανθό(ν)
το χρυσαφί, το ξανθό χρώμα
νεοελλ.
φρ. τα ξανθά γένη
οι Ρώσοι
μσν.
1. ανοιχτόχρωμος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «ξανθὸν φάρμακον, ἔστι σιδηρίτης δι' οὔρου και θεὶου οἰκονομηθέν, καὶ ἡ καδμία»
μσν.-αρχ.
(για τη χολή) κίτρινος
αρχ.
ερυθρόχρωμος, ερυθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με λατ. cānus «λευκός» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Αβάσιμη, εξάλλου, είναι και η υπόθεση ότι το επίθ. συνδέεται με ετρουσκ. zamθic «ό,τι μοιάζει με χρυσό», υπόθεση που συνδυάζεται και με την άλλη ονομασία Ξάνθος τού ποταμού τής Τροίας Σκαμάνδρου, για τον οποίο πίστευαν ότι χρύσιζε τα μαλλιά όσων λούζονταν σ' αυτόν. Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι πρόκειται για πελασγικό υπόλειμμα (βλ. και λ. ξουθός).
ΠΑΡ. ξανθίζω, ξάνθιο(ν), ξανθότης(-ητα), ξανθωπός
αρχ.
ξάνθη, ξανθύνομαι, ξανθώ (Ι), ξανθώ (II)
μσν.
ξάνθος
νεοελλ.
ξανθαίνω, ξάνθωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ξανθόγεως, ξανθοδερκής, ξανθόθριξ, ξανθοκάρηνος, ξανθοκάρυον, ξανθοκόμης, ξανθόλευκος, ξανθόλοφος, ξανθομήλινος, ξανθόμματος, ξανθόουλος, ξανθοποιώ, ξανθοφαής, ξανθοφανής, ξανθοφυής, ξανθοχίτων, ξανθόχλους, ξανθόχλωρος, ξανθόχολος, ξανθόχρους, ξανθόχρως
αρχ.-μσν.
ξανθοειδής, ξανθοτριχώ
μσν.
ξανθοαρχιγένειος, ξανθοβόστρυχος, ξανθοέθειρος, ξανθόπαις, ξανθόπλοκος
μσν.- νεοελλ.
ξανθογένης, ξανθοπώγων, ξανθοφρύδης
νεοελλ.
ξανθέλασμα, ξανθογονικός, ξανθοδερμία, ξανθόκερας, ξανθοκόκκινος, ξανθομάλλης, ξανθομούστακος, ξανθόξυλο, ξανθόρροια, ξανθοσγουρομάλλης, ξανθόσγουρος, ξανθόσωμα, ξανθοτρίχης, ξανθοφύκη, ξανθοφύλλη, ξανθοχρωμία, ξανθοψία. (Β' συνθετικό) επίξανθος, ερυθρόξανθος, πυρρόξανθος, υπόξανθος, ωχρόξανθος
αρχ.
υπέρξανθος
νεοελλ.
αχνόξανθος, γαλανόξανθος, ημίξανθος, θεόξανθος, καστανόξανθος, κατάξανθος, κοκκινόξανθος, λαμπρόξανθος, λευκόξανθος, λιόξανθος, ολόξανθος, σγουρόξανθος, τετράξανθος, φαιόξανθος, χαλκόξανθος, χρυσόξανθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξανθός, -ή — και ιά, ό 1. ο κιτρινωπός, ο χρυσοειδής. 2. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης: Με καλεί, έλα και συ, δίπλα στο ξανθό παιδί και κοιμήσου (Βιζυηνός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανθός — yellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξάνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • Ξάνθος, Εμμανουήλ — (Πάτμος 1772 – Αθήνα 1852). Ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Μετά τις μέτριες μάλλον σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του ξενιτεύτηκε στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε κάποια εμπορική επιχείρηση. Το 1810… …   Dictionary of Greek

  • Ξάνθος, Μάρκος — (; – Κάρυστος 1932). Καραγκιοζοπαίχτης από την Κρήτη. Μαθητής ενός άλλου διάσημου καραγκιοζοπαίχτη, του Μόλλα, έδινε παραστάσεις πολλά χρόνια στη συνοικία της Δεξαμενής στην Αθήνα, καθώς και σε περιοδίες στην ύπαιθρο. Τύπωσε περισσότερα από… …   Dictionary of Greek

  • ξανθά — ξανθός yellow neut nom/voc/acc pl ξανθά̱ , ξανθός yellow fem nom/voc/acc dual ξανθά̱ , ξανθός yellow fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθότερον — ξανθός yellow adverbial comp ξανθός yellow masc acc comp sg ξανθός yellow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθαίνω — [ξανθός] 1. δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, μεταβάλλω κάτι σε ξανθό 2. τηγανίζω ή ψήνω κάτι ώσπου να πάρει ξανθό χρώμα 3. (αμτβ.) γίνομαι ξανθός, παίρνω ξανθό χρώμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”